-
1 διπλοω
1) удваивать, сдваивать(ἥ φάλαγξ ἐδεδίπλωτο Xen.)
2) складывать вдвое(τρίβωνα Diog.L.)
3) сгибать, pass. загибаться, притупляться(αἱ μάχαιραι διπλοῦνται Plut.)
4) возмещать вдвое
1 διπλοω
(ἥ φάλαγξ ἐδεδίπλωτο Xen.)
(τρίβωνα Diog.L.)
(αἱ μάχαιραι διπλοῦνται Plut.)